- έρση
- Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να αποτραπεί η βεβήλωση της Ακρόπολης, όπου βρισκόταν το ιερό της θεάς.
* * *ἕρση, ἡ και επικ. ἐέρση, αιολ. και δωρ. ἐέρσα, κρητ. ἄερσα, Πίνδ. ἔερσα, Αλκμ. και Θεόκρ. ἕρσα (Α)1. δροσιά2. στον πληθ. ἔρσαισταγόνες βροχής3. κάθε υγρό ή ρευστό (α. «ποτνίας ἐέρσας» — σταγόνες τής θάλασσας, Πίνδ.β. «γλυκερή ἐέρση» — το μέλι)4. τα νεογνά ζώου και κυρίως τα όψιμα (αυτά που γεννήθηκαν χειμώνα) αρνιά, τα ψιμάδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < *Fερσᾱ και με προθηματικό φωνήεν ε(F)έρση και α(F)ερσᾱ. Συνδέεται με αρχ. ινδ. varsam «βροχή» και varsati «βρέχει» (< ΙE *werseti), καθώς επίσης και με το θαμιστικό - επιτατικό ουρώ (< ΙΕ *worseiō). Τόσο η θέση τού τόνου στη λέξη (δεν τονίζεται η λήγουσα) όσο και η απαθής βαθμίδα τής ρίζας *wer-s- οδηγούν στον αποκλεισμό τής υποθέσεως ότι πρόκειται για ρηματικό όνομα. Είναι μάλλον παράγωγο ενός ουδ. ονόμ. *wer-os- με περαιτέρω σύνδεση προς αρχ. ινδ. vār(i) «νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.